-
1 καθυβριζω
ион. κᾰτυβρίζω1) грубо обращаться, нагло притеснять, оскорблять, глумиться(τινός, τινά и τι Soph.; τὸν δῆμον Arph.; τέν χώραν καὴ τὸ προάστειον Plut.)
τριτημορίδι τοῦ στρατοῦ κατυβρίσας Her. — (Кир), нагло поступивший с третью (массагетского) войска;καθυβρισθέντες ἐν ταῖς ἀποκρίσεσι Plut. — получив оскорбительный ответ;κ. τοῖς ἄχεσί τινος Soph. — издеваться над чьими-л. страданиями2) становиться надменным, делаться притеснителем(αἱ πόλεις ῥᾳδίως καθύβρισαν Soph.)
См. также в других словарях:
καθυβρίζω — (AM καθυβρίζω, Α ιων. τ. κατυβρίζω) μεταχειρίζομαι κάποιον με αυθάδεια, με περιφρόνηση, υβριστικά, βρίζω κάποιον με χυδαίες ύβρεις, εξυβρίζω («καθυβρίζουσα καί σε καὶ τὰ σά», Σοφ.) αρχ. υπερηφανεύομαι («αἱ πόλεις, κἄν εὖ τις οἰκῆ ῥαδίως… … Dictionary of Greek